- εισφθειρομαι
- εἰσφθείρομαιεἰσ-φθείρομαι(неся гибель или разрушение) вторгаться, врываться
(θᾶττον εἰσφθάρητι σύ Men.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θᾶττον εἰσφθάρητι σύ Men.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισφθείρομαι — εἰσφθείρομαι (AM) πάω στον χαμό … Dictionary of Greek
παρεισφθείρομαι — Α τρυπώνω, χώνομαι κάπου για να κερδίσω κάτι και βλάπτω άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσφθείρομαι «ορμώ προς τον όλεθρο»] … Dictionary of Greek